καταυγαστήρας

καταυγαστήρας
ο (Α καταυγαστήρ, -ήρος, θηλ. καταυγάστειρα) [καταυγάζω]
νεοελλ.
εξάρτημα τών λαμπτήρων που ανακλά και κατευθύνει το φως προς ορισμένη φορά, αμπαζούρ
αρχ.
(το θηλ. ως επίθ. για τη σελήνη) αυτή που λάμπει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταυγάστειρα — καταυγάστειρα, ἡ (Α) βλ. καταυγαστήρας …   Dictionary of Greek

  • σκίαστρο — το, Ν 1. καταυγαστήρας, αλεξίφωτο, αμπαζούρ 2. τεχνολ. διάταξη που στερεώνεται μπροστά στον αντικειμενικό φακό τών φωτογραφικών και κινηματογραφικών μηχανών λήψης για την προστασία του από ανεπιθύμητο φωτισμό ισχυρής φωτεινής πηγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”